Μέχρι τώρα, τόσο στην ανάλυση του υποδείγματος IS-LM, όσο και στη μεσοχρόνια και μακροχρόνια ανάλυση των χρηματοπιστωτικών αγορών, υποθέταμε ότι υπάρχουν μόνο δύο χρηματοοικονομικά μέσα, χρήμα και ομόλογα μίας περιόδου. Ως εκ τούτου, υποθέταμε ότι υπάρχει μόνο ένα επιτόκιο, το επιτόκιο των ομολόγων.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι σαφώς πιο περίπλοκο από την υπόθεση αυτή. Υπάρχουν πολλά περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, περισσότερα από ένα επιτόκια και πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Πριν από την κρίση του 2008, το χρηματοπιστωτικό σύστημα ήταν σχετικά υποβαθμισμένο στη μακροοικονομική ανάλυση. Η βασική υπόθεση ήταν ότι υπήρχε ελεύθερος δανεισμός στα ισχύοντα επιτόκια και ότι όλα μετακινούνταν παράλληλα με το επιτόκιο που καθοριζόταν από τη νομισματική πολιτική.
Η χρηματοπιστωτική κρίση κατέστησε σαφές ότι αυτή η άποψη είναι υπερβολικά απλοϊκή. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά και επιπλέον υπόκειται στην πιθανότητα χρηματοπιστωτικών κρίσεων με σημαντικές μακροοικονομικές επιπτώσεις.
Προκειμένου να αναλυθούν τέτοιες δυνατότητες, πρέπει να εξεταστεί προσεκτικότερα ο ρόλος των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές επιτελούν τη βασική οικονομική λειτουργία της διοχέτευσης κεφαλαίων από τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις που διαθέτουν πλεονάζοντα κεφάλαια, καθώς δαπανούν λιγότερο από τα έσοδά τους, στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις που έχουν έλλειψη κεφαλαίων, επειδή επιθυμούν να δαπανήσουν περισσότερα από τα τρέχοντα εισοδήματά τους.
Η χρηματοδότηση μπορεί να είναι είτε άμεση είτε έμμεση.
Στην άμεση χρηματοδότηση, οι δανειολήπτες δανείζονται κεφάλαια απευθείας από τους δανειστές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, πωλώντας τους τίτλους (που ονομάζονται επίσης χρηματοπιστωτικά μέσα), οι οποίοι είναι απαιτήσεις επί των μελλοντικών εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη. Οι τίτλοι είναι περιουσιακά στοιχεία του δανειστή, αλλά υποχρεώσεις (χρέος) για τον δανειολήπτη.
Οι τίτλοι έχουν συνήθως τη μορφή ομολογιών ή μετοχών.
Τα ομόλογα είναι χρεόγραφα που υπόσχονται περιοδικές πληρωμές για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Οι μετοχές είναι τίτλοι που παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα σε μερίδιο των κερδών ή των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης.
Στην έμμεση χρηματοδότηση, αυτή η ανταλλαγή χρεογράφων πραγματοποιείται μέσω χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών, συνήθως τραπεζών, ή άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές επιτρέπουν τη μεταφορά κεφαλαίων από όσους δεν διαθέτουν παραγωγικές επενδυτικές ευκαιρίες σε όσους έχουν τέτοιες ευκαιρίες και έτσι συμβάλλουν στην αποτελεσματική κατανομή των αποταμιευτικών πόρων, η οποία αυξάνει την οικονομική και κοινωνική ευημερία.
Η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος συναλλαγών, εξαιτίας της εξειδίκευσης, των οικονομιών κλίμακας και της παροχής υπηρεσιών ρευστότητας από μεγάλης κλίμακας χρηματοπιστωτικούς διαμεσολαβητές.
Επιπλέον, εξαιτίας της κλίμακας των δραστηριοτήτων τους, οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο δανεισμού, συγκεντρώνοντας διαφορετικούς τύπους κινδύνων. Έτσι, μετατρέπουν τα ατομικά επικίνδυνα περιουσιακά στοιχεία σε ασφαλέστερα σύνθετα περιουσιακά στοιχεία μέσω διαμοιρασμού των κινδύνων («Δεν πρέπει να βάζετε όλα τα αυγά σας σε ένα καλάθι»).
Διατηρώντας ένα μεγαλύτερο και διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο επικίνδυνων περιουσιακών στοιχείων, οι χρηματοπιστωτικοί διαμεσολαβητές είναι επομένως σε θέση να προσφέρουν στους αποταμιευτές ένα ασφαλέστερο μενού περιουσιακών στοιχείων με χαμηλότερο κόστος από ό, τι εάν οι αποταμιευτές προσπαθούσαν να κάνουν το ίδιο σε μικρότερη κλίμακα.
Ένας άλλος λόγος για τη σημασία της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης είναι η ασύμμετρη πληροφόρηση. Οι δανειολήπτες συνήθως έχουν καλύτερη πληροφόρηση από τους δανειστές σχετικά με τον κίνδυνο και την απόδοση της επένδυσης που πρόκειται να αναλάβουν και, επιπλέον, οι δανειστές δεν μπορούν συνήθως να παρακολουθούν τη συμπεριφορά των δανειοληπτών αφού τους έχουν δανείσει τα χρήματα.
Η ασύμμετρη πληροφόρηση δημιουργούν δύο τύπους προβλημάτων. Ανεπιθύμητη επιλογή και ηθικό κίνδυνο.
Η ανεπιθύμητη επιλογή είναι το πρόβλημα που δημιουργείται από ασύμμετρη πληροφόρηση πριν από τη διεξαγωγή της συναλλαγής. Η ανεπιθύμητη επιλογή συμβαίνει όταν οι δανειστές δεν γνωρίζουν εκ των προτέρων το βαθμό του κινδύνου μη αποπληρωμής που συνεπάγεται ένας δανειολήπτης, και οι πιο επίφοβοι δανειολήπτες είναι εκείνοι που προσπαθούν πιο ενεργά να εξασφαλίσουν δάνειο. Λόγω του κινδύνου της ανεπιθύμητης επιλογής, οι δανειστές μπορούν να αποφασίσουν να μην δίνουν καθόλου δάνεια, αν και υπάρχουν και ασφαλείς δανειολήπτες.
Ο ηθικός κίνδυνος είναι το πρόβλημα που δημιουργείται από την ασύμμετρη πληροφόρηση μετά την πραγματοποίηση μιας συναλλαγής. Είναι ο κίνδυνος ότι ο δανειολήπτης μπορεί να κάνει εκ των υστέρων ενέργειες που είναι βλαπτικές για τον δανειστή, επειδή μειώνουν την πιθανότητα αποπληρωμής του δανείου. Ως εκ τούτου, και πάλι, ο δανεισμός μπορεί να μην πραγματοποιηθεί καθόλου εξ αιτίας αυτού του κινδύνου.
Με τη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση, οι αποταμιευτές μπορούν να καταθέσουν τα κεφάλαιά τους στον χρηματοπιστωτικό ενδιάμεσο ο οποίος, εξαιτίας της εξειδίκευσης και της κλίμακας των δραστηριοτήτων του, διαθέτει καλύτερα μέσα για την αντιμετώπιση της ασύμμετρης πληροφόρησης, εξετάζοντας τους επίδοξους δανειολήπτες και παρακολουθώντας εκ των υστέρων τη συμπεριφορά τους. Έτσι, οι χρηματοπιστωτικοί ενδιάμεσοι μπορούν να μετριάσουν τα προβλήματα ασύμμετρης πληροφόρησης και να διευρύνουν την αγορά.
Οι περισσότεροι χρηματοπιστωτικοί ενδιάμεσοι παρέχουν μια σειρά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στους πελάτες τους. Οι τράπεζες δέχονται καταθέσεις, προσφέρουν δάνεια, παρέχουν υπηρεσίες ρευστότητας μέσω λογαριασμών όψεως, επενδυτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες και ούτω καθεξής. Έτσι, η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση συνεπάγεται επίσης οικονομίες πεδίου δράσης (economies of scope).
Οι οικονομίες πεδίου δράσης δημιουργούν το ενδεχόμενο συγκρούσεων συμφερόντων, ενός προβλήματος ηθικού κινδύνου που προκύπτει όταν κάποιος έχει πολλαπλούς στόχους (συμφέροντα), μερικοί από τους οποίους έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Συγκρούσεις συμφερόντων είναι πιο πιθανό να συμβούν όταν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα παρέχει πολλές διαφορετικές υπηρεσίες, όπως συμβαίνει με τις τράπεζες.
Επιπλέον, υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ομολόγων, τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς την διάρκεια όσο και ως προς τον κίνδυνο μη εξόφλησης. Ορισμένα ομόλογα είναι ασφαλή, με την έννοια ότι η πιθανότητα ότι ο οφειλέτης δεν θα είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του είναι μηδέν. Άλλα ομόλογα είναι ανασφαλή (συνεπάγονται κίνδυνο), υπό την έννοια ότι υπάρχει μια μη αμελητέα πιθανότητα ο δανειολήπτης να μην είναι σε θέση ή να είναι απρόθυμος να φανεί συνεπής στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη δανειακή του σχέση και να χρεοκοπήσει.
Ο λόγος που τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να δανειστούν με το επιτόκιο του δημοσίου των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, είναι επειδή έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα μη αποπληρωμής από τις συγκεκριμένες κυβερνήσεις.
Ως εκ τούτου, οι κάτοχοι εταιρικών ομολόγων και οι τράπεζες που δίνουν ενυπόθηκα δάνεια σε νοικοκυριά απαιτούν ένα ασφάλιστρο κινδύνου σε σχέση με τα επιτόκια των ασφαλών κρατικών ομολόγων. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κρατικά ομόλογα χωρών που θεωρούνται επισφαλείς.
Δύο βασικοί παράγοντες καθορίζουν το μέγεθος του ασφαλίστρου κινδύνου. Η πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων των δανειοληπτών και η αποστροφή των επενδυτών στον κίνδυνο.
Η ίδια η χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση αυξάνει μεν την αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά δεν είναι χωρίς κινδύνους.
Πρώτον, το πρόβλημα της ασύμμετρης πληροφόρησης δεν αντιμετωπίζεται πλήρως. Οι χρηματοπιστωτικοί ενδιάμεσοι έχουν καλύτερη πληροφόρηση σχετικά με τους κινδύνους του δανεισμού από τους δανειστές τους και χειρότερη πληροφόρηση από τους δανειολήπτες τους. Ως εκ τούτου, οι κίνδυνοι από την ασύμμετρη πληροφόρηση απλώς μειώνονται αλλά δεν εξαλείφονται. Παραμένει η ανάγκη για κυβερνητικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις προκειμένου να μειωθούν περαιτέρω οι κίνδυνοι από την ασύμμετρη πληροφόρηση.
Επιπλέον, οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ευάλωτες σε συστημικούς κινδύνους. Μία αρνητική συστημική διαταραχή μπορεί εύκολα να τις αποσταθεροποιήσει, ειδικά επειδή υπάρχει διαφορά μεταξύ της διάρθρωσης των υποχρεώσεων και των περιουσιακών στοιχείων των χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών.
Οι υποχρεώσεις των χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών είναι συνήθως ασφαλείς βραχυπρόθεσμοι τίτλοι (π.χ. λογαριασμοί όψεως), ενώ τα περιουσιακά τους στοιχεία είναι πιο επικίνδυνα και πιο μακροπρόθεσμα (π.χ. μακροπρόθεσμα δάνεια και ομόλογα). Εάν υπάρχει μια διαταραχή που μειώνει την απόδοση των περιουσιακών τους στοιχείων και ταυτόχρονα κλονίζει την εμπιστοσύνη των δανειστών-αποταμιευτών, οδηγώντας τους να αποσύρουν τις καταθέσεις τους, οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ενδέχεται να αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας ή φερεγγυότητας. Και πάλι, η πιθανότητα τέτοιων συστημικών κινδύνων δημιουργεί την ανάγκη ρύθμισης.
Ελλείψει επαρκών ρυθμίσεων, δυσμενείς συστημικές διαταραχές μπορεί να οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και σε χρηματοπιστωτική κρίση.
Για να αναλύσουμε τις βραχυχρόνιες μακροοικονομικές επιπτώσεις μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, και την ενδεδειγμένη αντίδραση της μακροοικονομικής πολιτικής, πρέπει πρώτα να γενικεύσουμε το βασικό μας πλαίσιο IS-LM.
Σύνδεσμος στις Διαφάνειες της Διάλεξης
Διδακτικά Συγγράμματα
Αλογοσκούφης Κεφ. 9
Mankiw Κεφ. 18
Blanchard Κεφ. 6 και 14