Ο John Maynard Keynes (5 Ιουνίου 1883-21 Απριλίου 1946) ήταν Άγγλος οικονομολόγος του οποίου οι ιδέες άλλαξαν θεμελιωδώς τη θεωρία και την πρακτική της μακροοικονομικής και των οικονομικών πολιτικών των κυβερνήσεων.

Θεωρείται ευρέως ως ένας από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους του 20ού αιώνα και ο ιδρυτής της σύγχρονης μακροοικονομικής.

Γεννήθηκε στο Cambridge, όπου δίδασκε ο πατέρας του, και σπούδασε μαθηματικά στο ομώνυμο Πανεπιστήμιο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δημόσιος υπάλληλος στο Γραφείο των Ινδιών το 1906, αλλά επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο του Cambridge ως εταίρος του Kings College το 1909.

Λίγο μετά το ξέσπασμα του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ο Keynes ανέλαβε θέση εμπειρογνώμονα στο Βρετανικό Υπουργείο Οικονομικών, ενώ το 1919 υπήρξε μέλος της Βρετανικής αντιπροσωπείας στη Σύνοδο των Βερσαλλιών. Απογοητεύμενος από την εξέλιξη της συνόδου, η οποία επέβαλε εξοντωτικές πολεμικές επανορθώσεις στη Γερμανία, τελικά παραιτήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών.

Η ανάλυση του Keynes σχετικά με τις προβλεπόμενες καταστροφικές συνέπειες της συνθήκης εμφανίστηκε στο βιβλίο του, Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης (The Economic Consequences of the Peace), που δημοσιεύτηκε το 1919 και το οποίο είχε τεράστια επιρροή. Αυτό το βιβλίο, το οποίο τον έκανε διάσημο διεθνώς, θεωρείται ως το καλύτερο συγγραφικό έργο του Keynes, καθώς αναδείκνυε όλα τα χαρίσματά του – το πάθος του καθώς και την ικανότητά του ως οικονομολόγου.

Στη συνέχεια της σταδιοδρομίας του στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 ο Keynes συνδύαζε τις ακαδημαϊκές και συγγραφικές του δραστηριότητες με σημαντικές δημόσιες τοποθετήσεις.

Αντιτέθηκε στις πολιτικές αποπληθωρισμού μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με το βιβλίο του Ένα Κείμενο για τη Νομισματική Μεταρρύθμιση (A Tract on Monetary Reform, 1923), προβάλλοντας ένα ισχυρό επιχείρημα ότι οι χώρες πρέπει να στοχεύουν στη σταθερότητα των εγχώριων τιμών, αποφεύγοντας τον αποπληθωρισμό, ακόμη και με το κόστος να επιτρέψουν στο νόμισμά τους να υποτιμηθεί. Η Βρετανία υπέφερε από υψηλή ανεργία κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1920, με αποτέλεσμα ο Keynes να προτείνει την υποτίμηση της στερλίνας για να ενισχύσει τις θέσεις εργασίας καθιστώντας τις βρετανικές εξαγωγές πιο προσιτές. Από το 1924 υποστήριζε επίσης μια δημοσιονομική επέκταση, όπου η κυβέρνηση θα μπορούσε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας με δαπάνες για δημόσια έργα. Το Υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Αγγλίας εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν την επιστροφή στον κανόνα χρυσού στην προ-πολεμική ισοτιμία, κάτι που συνεπαγόταν μια πολιτική αποπληθωρισμού, και το 1925 κατάφεραν να πείσουν τον τότε Υπουργό Οικονομικών Winston Churchill να επανεντάξει τη στερλίνα στον κανόνα χρυσού, κάτι που είχε καταθλιπτική επίδραση στη βρετανική βιομηχανία και οικονομία. Ο Keynes αντέδρασε μέσω του βιβλίου του Οι Οικονομικές Συνέπειες του κυρίου Τσόρτσιλ, (The Economic Consequences of Mr Churchill), και συνέχισε να επιχειρηματολογεί κατά του κανόνα του χρυσού, μέχρι που η Βρετανία αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει τελικά το 1931.

Ο Keynes ήταν έντονα επικριτικός για τα μέτρα λιτότητας της βρετανικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Πίστευε ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα κατά τη διάρκεια της ύφεσης ήταν κάτι καλό και φυσικό προϊόν μιας οικονομικής ύφεσης.

Το magnum opus του Keynes ήταν το βιβλίο του Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος (The General Theory of Employment, Interest and Money), το οποίο εκδόθηκε το 1936. Με το βιβλίο αυτό ο Keynes ξεκίνησε μια επανάσταση στην οικονομική σκέψη, αμφισβητώντας τις ιδέες των νεοκλασικών οικονομολόγων που υποστήριζαν ότι οι ελεύθερες αγορές μπορούν να διασφαλίζουν βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα πλήρη απασχόληση, εάν και εφόσον οι εργαζόμενοι ήταν ευέλικτοι στις μισθολογικές τους απαιτήσεις. Αντίθετα, υποστήριξε ότι βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα η συνολική ζήτηση είναι αυτή που καθορίζει το συνολικό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας και ότι η ανεπαρκής συνολική ζήτηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρατεταμένες περιόδους ύφεσης και υψηλής ανεργίας.

Η Γενική Θεωρία θεωρείται σήμερα ως το θεμέλιο της σύγχρονης μακροοικονομικής. Στην αρχή όμως, ελάχιστοι διαπρεπείς οικονομολόγοι συμφώνησαν με τον Keynes. Ωστόσο, οι ιδέες του έμελλε σύντομα να επιτύχουν ευρεία αποδοχή, με επιφανείς Αμερικανούς καθηγητές όπως ο Alvin Hansen να υιοθετούν και να προβάλουν τις απόψεις που εκφράζονταν στη Γενική Θεωρία λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο ίδιος ο Keynes είχε περιορισμένη μόνο συμμετοχή στις θεωρητικές συζητήσεις που ακολούθησαν τη δημοσίευση της Γενικής Θεωρίας, καθώς υπέστη καρδιακή προσβολή το 1937, κάτι που κατόπιν απαιτούσε από αυτόν μεγάλες περιόδους ανάπαυσης. Ο Keynes άρχισε να ανακάμπτει το 1939, αλλά για το υπόλοιπο της ζωής του οι επαγγελματικές του δυνάμεις κατευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό προς την πρακτική πλευρά των οικονομικών: τα προβλήματα εξασφάλισης της βέλτιστης κατανομής των πόρων για τις πολεμικές προσπάθειες, τις μεταπολεμικές διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ και τη νέα διεθνή χρηματοοικονομική τάξη που συμφωνήθηκε στο συνέδριο του Bretton Woods το 1944.

Από το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Keynes παρείχε την κύρια έμπνευση για τους υπεύθυνους χάραξης οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη, την Αμερική και μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου. Ενώ οι οικονομολόγοι και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είχαν προσχωρήσει όλο και περισσότερο στον τρόπο σκέψης του Keynes στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1930, μόνο μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι κυβερνήσεις άρχισαν να δανείζονται χρήματα για δαπάνες σε μια κλίμακα επαρκή για την εξάλειψη της ανεργίας.

Η Κεϋνσιανή Επανάσταση, όπως ονομάστηκε η επικράτηση των ιδεών του Keynes, συνδέθηκε με την ταχεία ανάκαμψη και μεγάλη περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και νομισματικής σταθερότητας την οποία βίωσαν οι οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Στα τέλη του 1965 το περιοδικό Time δημοσίευσε ένα άρθρο εξωφύλλου με ένα σχόλιο τίτλου από τον Milton Friedman (αργότερα υιοθετήθηκε από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Richard Nixon), «Τώρα είμαστε όλοι Κεϋνσιανοί». Το άρθρο περιέγραφε τις εξαιρετικά ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε και ανέφερε ότι «οι οικονομικοί διαχειριστές της Ουάσιγκτον έφτασαν σε αυτά τα ύψη με την προσήλωσή τους στο κεντρικό θέμα του Keynes: η σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία δεν λειτουργεί αυτόματα σε κορυφαία απόδοση, αλλά μπορεί να ανέλθει σε αυτό το επίπεδο μετά από παρέμβαση και επιρροή της κυβέρνησης».

Ωστόσο, οι επικρίσεις των ιδεών του Keynes άρχισαν να κερδίζουν σημαντική αποδοχή από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, λόγω της ανόδου του πληθωρισμού διεθνώς στα τέλη της δεκαετίας του 1960, της κατάρρευσης του συστήματος του Bretton Woods το 1973, του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970 και της ανόδου του μονεταρισμού και των «οικονομικών της προσφοράς», ιδιαίτερα στη Βρετανία και τις ΗΠΑ από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Μετά μία μακρά περίοδο σχετικής παρακμής, οι ιδέες του Keynes επανήλθαν στο προσκήνιο με τη Μεγάλη Ύφεση του 2008-2009 και αργότερα. το 2020, με την κρίση του κορονοϊού.

___________________________

Βασικές Εργασίες του John Maynard Keynes

1919, The Economic Consequences of the Peace, Macmillan, London.

1923, A Tract on Monetary Reform, Macmillan, London.

1936, The General Theory of Employment, Interest and Money, Macmillan, London.

1940, How to Pay for the War, Macmillan, London.

Σύνδεσμος σε αναλυτικό σημείωμα για τον John Maynard Keynes