Για μία αναθεωρημένη και επικαιροποιημένη εκδοχή αυτής της διάλεξης βλ.
Η Ελληνική Οικονομία Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση
Γιώργος Αλογοσκούφης, 26 Μαΐου 2024
___________________________________
Η διάλεξη αυτή περιγράφει, αναλύει και ερμηνεύει την πορεία της ελληνικής οικονομίας στην περίοδο πριν και μετά τη μεταπολίτευση του 1974.
Πολιτικά η μεταπολίτευση οδήγησε στην πιο ώριμη και ομαλή δημοκρατική περίοδο του ελληνικού πολιτικού συστήματος από την περίοδο του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα, την περίοδο της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας. Οδήγησε επίσης και στη μεγάλη εθνική επιτυχία της ισότιμης ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και σε σημαντική κοινωνική πρόοδο.
Ωστόσο οι επιδόσεις της οικονομίας υπήρξαν ιδιαίτερα απογοητευτικές, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με τις επιδόσεις της εικοσιπενταετίας 1949-1973 ή τις επιδόσεις άλλων μικρών ευρωπαϊκών οικονομιών στην περίοδο μετά το 1974. Οικονομικά, η περίοδος μετά τη μεταπολίτευση και, κυρίως, μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, συνδέθηκε με μακρά διαστήματα αναπτυξιακής υστέρησης, δημοσιονομικής και νομισματικής αστάθειας, ατελέσφορων προσπαθειών διαρθρωτικής προσαρμογής και περιοδικών οικονομικών κρίσεων, με αποκορύφωμα την κρίση χρέους του 2010 και τη ‘μεγάλη καθίζηση’ της περιόδου 2010-2016.
Η ίδια η μεταπολίτευση συνέπεσε με την πρώτη μεταπολεμική ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Ενώ αρχικά η οικονομία ανέκαμψε σχετικά ικανοποιητικά από την ύφεση του 1974, μετά τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1970, την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την πολιτική ‘αλλαγή’ του 1981, ακολούθησε μια εικοσαετία στασιμοπληθωρισμού, αποσταθεροποίησης και ατελέσφορων προσπαθειών οικονομικής προσαρμογής.
Οι ανισορροπίες που δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στη δεκαετία του 1980, όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς από την πολιτική της σύγκλισης της δεκαετίας του 1990, αλλά ορισμένες από αυτές, όπως η χαμηλή διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, παρουσίασαν σημαντική επιδείνωση, λόγω των αδυναμιών των προσπαθειών προσαρμογής.
Η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2001, με μεγάλες διαρθρωτικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες και χαμηλή και επιδεινούμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα, οδήγησε σε πρωτοφανή αποσταθεροποίηση του ισοζυγίου τρεχουσών εξωτερικών συναλλαγών, με τη μορφή μιας μεγάλης και επίμονης διεύρυνσης των ελλειμμάτων του και μιας εκρηκτικής ανόδου του εξωτερικού χρέους.
Η νέα αυτή αποσταθεροποίηση αυτή, σε συνδυασμό και με τις θεσμικές αδυναμίες της ευρωζώνης, τελικά οδήγησε στη κρίση εξωτερικού δανεισμού του 2010 και στην επιβολή των επώδυνων προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής της περιόδου 2010-2018. Η ανάκαμψη μετά το 2013 υπήρξε αναιμική, κάτι που αναμένεται να συνεχισθεί έως το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.
Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το αποδεχθεί ότι, παραμένοντας μέλος της ευρωζώνης θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις μεγάλες διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας και να προσαρμόσει τη δημοσιονομική και διαρθρωτική της πολιτική με τρόπο που να συνδυάζει εφεξής την εσωτερική με την εξωτερική μακροοικονομική ισορροπία.
Το στοίχημα για την ελληνική οικονομία σήμερα, μετά την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την πανδημία του κορωνοϊού, είναι η υιοθέτηση ενός προγράμματος ανάκαμψης της οικονομίας το οποίο δεν θα βασίζεται στον υπερβολικό δανεισμό από το εξωτερικό.
Για να επιτευχθεί αυτό είναι σημαντικό η ανάκαμψη να είναι εξωστρεφής, ώστε να μη συνοδευτεί με εκ νέου διεύρυνση των ελλειμμάτων του εξωτερικού ισοζυγίου, όπως συνέβη στη δεκαετία μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ. Επίσης, η ανάκαμψη θα πρέπει να επιδιωχθεί εντός της ζώνης του ευρώ, παρά τους περιορισμούς που συνεπάγεται η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν.
Η έξοδος από το ευρώ δεν αποτελεί λύση, καθώς αφενός συνεπάγεται μεγάλους κινδύνους οικονομικής κατάρρευσης κατά τη διαδικασία της μετάβασης σε ένα, εκ των πραγμάτων, πιο αδύναμο εθνικό νόμισμα, και, πιο μεσοχρόνια, τον κίνδυνο επιστροφής στο στασιμοπληθωρισμό και την οικονομική αποσταθεροποίηση της δεκαετίας του 1980.
