Στο βασικό υπόδειγμα του κεϋνσιανού σταυρού, οι επενδύσεις θεωρούνται αυτόνομες, δηλαδή μια εξωγενής μεταβλητή. Αυτή η υπόθεση απλοποιεί σημαντικά το υπόδειγμα. Ωστόσο, οι επενδύσεις στην πραγματικότητα δεν είναι εξωγενείς αλλά εξαρτώνται από δύο κυρίως παράγοντες.
Πρώτον, το επίπεδο του εισοδήματος και της ζήτησης. Θεωρείστε μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει αύξηση των πωλήσεων και χρειάζεται να αυξήσει την παραγωγή της. Για να γίνει αυτό, ίσως χρειαστεί να αγοράσετε επιπλέον μηχανήματα ή να δημιουργήσει μια πρόσθετη μονάδα παραγωγής. Με άλλα λόγια, πρέπει να επενδύσει. Μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει μείωση των πωλήσεων δεν θα αισθανθεί καμία τέτοια ανάγκη και θα μειώσει τις επενδύσεις της, ακόμη και για αντικατάσταση του εξοπλισμού της. Συνεπώς, η συνολική ζήτηση και το εισόδημα δεν επηρεάζει μόνο την κατανάλωση αλλά και τις επιχειρήματικές επενδύσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τις επενδύσεις σε κατοικίες εκ μέρους των νοικοκυριών. Όσο υψηλότερη είναι η συνολική ζήτηση και το εισόδημα των νοικοκυριών, τόσο υψηλότερη θα είναι η ζήτηση για επενδύσεις σε κατοικίες.
Δεύτερον, το επίπεδο των επιτοκίων. Θεωρείστε μια επιχείρηση που αποφασίζει αν θα αγοράσει ή όχι ένα νέο μηχάνημα. Ας υποθέσουμε ότι για να αγοράσει το νέο μηχάνημα, η επιχείρηση πρέπει να δανειστεί. Όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, τόσο λιγότερο ελκυστικό είναι να δανειστείς και να αγοράσεις το μηχάνημα. Σε ένα αρκετά υψηλό επιτόκιο, τα πρόσθετα κέρδη από τη χρήση του νέου μηχανήματος δεν θα καλύψουν τις πληρωμές τόκων και το νέο μηχάνημα δεν αξίζει να αγοραστεί. Το ίδιο και ένα νοικοκυριό που αποφασίζει αν θα αγοράσει ένα νέο σπίτι ή διαμέρισμα. Όσο πιο υψηλό είναι το επιτόκιο τόσο λιγότερα νοικοκυριά θα δανείζονται για την αγορά νέων κατοικιών.
Οι δύο αυτοί προσδιοριστικοί παράγοντες των επενδύσεων μπορούν να ληφθούν υπόψη σε μία συνάρτηση επενδύσεων όπου οι πραγματικές επενδύσεις εξαρτώνται θετικά από το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ και αρνητικά από το επίπεδο του επιτοκίου.
Στην περίπτωση που η ζήτηση επενδύσεων εξαρτάται αρνητικά από το ονομαστικό επιτόκιο, η συνολική ζήτηση, και , βραχυχρόνια, η συνολική παραγωγή (πραγματικό ΑΕΠ) ισορροπίας εξαρτάται και αυτή αρνητικά και από το επίπεδο του ονομαστικού επιτοκίου. Η αρνητική αυτή σχέση μεταξύ πραγματικού ΑΕΠ και ονομαστικού επιτοκίου ονομάζεται σχέση IS.
Στη βραχυχρόνια ισορροπία, και για δεδομένο επίπεδο των αυτόνομων δαπανών, η σχέση IS είναι η αρνητική σχέση μεταξύ πραγματικού εισοδήματος και επιτοκίου, λόγω της αρνητικής επίπτωσης των επιτοκίων στις επενδύσεις και στη συνολική ζήτηση.
Για δεδομένο επίπεδο των αυτόνομων δαπανών, μία μείωση των επιτοκίων οδηγεί σε αύξηση της συνολικής ζήτησης και του πραγματικού εισοδήματος, ενώ, αντίθετα, μία αύξηση των επιτοκίων οδηγεί σε μείωση της συνολικής ζήτησης και του πραγματικού εισοδήματος.
Η εξάρτηση των επενδύσεων από το ονομαστικό επιτόκιο επιτρέπει την ανάλυση του ρόλου της νομισματικής πολιτικής. Αν η κεντρική τράπεζα καθορίζει τα επιτόκια, η νομισματική πολιτική μπορεί και αυτή, όπως η δημοσιονομική πολιτική να επηρεάζει τη συνολική ζήτηση και τη βραχυχρόνια ισορροπία της οικονομίας.
Σύνδεσμος στις Διαφάνειες της Διάλεξης
Διδακτικά Συγγράμματα
Αλογοσκούφης Κεφ. 2
Mankiw Κεφ. 11.1
Blanchard Κεφ. 5.1